- κορύνη
- Αμυντικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα οι κυνηγοί άγριων ζώων. Επρόκειτο για ένα χοντρό ατρακτοειδές ρόπαλο, επενδεδυμένο με μέταλλο, χαλκό ή σίδερο. Αργότερα εξελίχθηκε σε πολεμικό όπλο, ανάλογο με αυτό που χρησιμοποιούσαν και οι Πέρσες. Οι Ρωμαίοι το έδιναν στα βοηθητικά σώματα του στρατού τους. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους το κρατούσαν ο πρωτοστάτωρ και μερικοί σωματοφύλακες του βασιλιά. Μόνο κατά τον 12o αι. γενικεύτηκε η χρήση του και αποτέλεσε κύριο όπλο του τακτικού στρατού.
* * *η (Α κορύνη)ρόπαλο που έχει το ένα άκρο του παχύτερο από το άλλο, το οποίο, επενδυμένο συνήθως με μέταλλο, χρησίμευε στην αρχαία εποχή ως πολεμικό όργανο ή κυνηγετικό όπλο («σιδηρείη κορύνῃ ῥήγνυσκε φάλαγγας», Ομ. Ιλ.)νεοελλ.ξύλινο γυμναστικό όργανο σε σχήμα ατρακτοειδούς ράβδου που χρησιμοποιείται στις ασκήσεις εδάφους ή στις παραστάσεις τσίρκουαρχ.1. (για φυτά) βλαστός με σχήμα κορύνης, κάλυκας («καὶ τὰ μὲν ἄνω, τά δ' εἰς τὰ πλάγια κύκλῳ ποιεῑται τὴν βλάστησιν οἷον γόνυ ποιῃσάμενα τὴν τοῡ πρώτου βλαστοῡ κορύνην», Θεόφρ.)2. πόσθη3. η ποιμενική ράβδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κορ- τού κόρυς* + κατάλ. -ύνη (πρβλ. τορ-ύνη)].
Dictionary of Greek. 2013.